- ὁρμήν
- ὁρμήrapid motion forwardsfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὁρμήν — Ὅρμή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Conato — (del latín conatus : esfuerzo; empeño; impulso, inclinación, tendencia; empresa) es un término utilizado en las primeras filosofías de la psicología y la metafísica para referirse a una inclinación innata de la materia o la mente por continuar… … Wikipedia Español
Erebvs — ERĔBVS, i, (⇒ Tab. I.) wurde, nebst der Nacht, dem Tage und dem Aether aus dem Chaos und der Dunkelheit. Hygin. Præf. p. 1. oder auch nur aus dem Chaos geboren. Hesiod. Theog. v. 123. Seine und der Nacht Kinder waren das Schicksal, das Alter, der … Gründliches mythologisches Lexikon
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
μόγις — και αιολ. τ. μύγις (Α) επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)] … Dictionary of Greek
προδυσωπώ — έω, Α μετριάζω, καταπραΰνω, αναχαιτίζω εκ τών προτέρων («ὁ δῆμος προδυσωπῆσαι τὴν ὁρμήν αὐτοῡ βουλόμενος ὑπαντᾷ τοῑς στρατιώταις μετ εὐφημίας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δυσωπῶ «παρακαλώ επίμονα και πειστικά»] … Dictionary of Greek
προσεπιρρώννυμι — Α ενισχύω επίσης, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσεπέρρωσε τὴν ὁρμὴν ὁ Μιθριδάτου θάνατος», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek
στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει … Dictionary of Greek
συναντιλαμβάνομαι — ΜΑ βοηθώ, συντρέχω αρχ. 1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.) 2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»] … Dictionary of Greek